- κοπρολογία
- η1. κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και εξέταση τών κοπράνων2. κοπρολαλία3. μτφ. η χρήση χυδαίων λέξεων και εκφράσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprology < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -logy (πρβλ. -λογία < -λογώ < -λόγος < λόγος < λέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.